favo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- favo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | favo | favoj |
αιτιατική | favon | favojn |
favo (eo)
- η κασίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | favo | favoj |
αιτιατική | favon | favojn |
favo (eo)