farmakologo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- farmakologo < farmakolog- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmakologo | farmakologoj |
αιτιατική | farmakologon | farmakologojn |
farmakologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmakologo | farmakologoj |
αιτιατική | farmakologon | farmakologojn |
farmakologo (eo)