fardeau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
fardeau < παλαιά γαλλική fardel
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fardeau | fardeaux |
fardeau (fr) αρσενικό
fardeau < παλαιά γαλλική fardel
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fardeau | fardeaux |
fardeau (fr) αρσενικό