fantomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fantomo | fantomoj |
αιτιατική | fantomon | fantomojn |
fantomo (eo)
- το φάντασμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fantomo | fantomoj |
αιτιατική | fantomon | fantomojn |
fantomo (eo)