Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fang (en)

  1. ο κυνόδοντας
  2. το μυτερό δόντι των φιδιών από το οποίο βγαίνει το δηλητήριο

  Ρήμα επεξεργασία

fang (en)