Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

faktoro < faktor + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική faktoro faktoroj
αιτιατική faktoron faktorojn

faktoro (eo)

ĝi estas grava faktoro - είναι σημαντικός παράγοντας