fajrero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajrero | fajreroj |
αιτιατική | fajreron | fajrerojn |
fajrero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajrero | fajreroj |
αιτιατική | fajreron | fajrerojn |
fajrero (eo)