facilitate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
facilitate (en)
- διευκολύνω
- προεδρεύω (πχ σε μια συνάντηση, σεμινάριο)
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
facilitate (ro) θηλυκό
- η ευκολία
Κλίση επεξεργασία
κλίση του facilitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o facilitate | facilitatea | nişte facilități | facilitățile |
γενική | a unei facilități | facilității | a unor facilități | facilităților |
δοτική | a unei facilități | facilității | a unor facilități | facilităților |
αιτιατική | o facilitate | facilitatea | nişte facilități | facilitățile |
κλητική | — | - | — | - |