Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

facilitate (en)

  1. διευκολύνω
  2. προεδρεύω (πχ σε μια συνάντηση, σεμινάριο)
     συνώνυμα: preside



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

facilitate (ro) θηλυκό

  1. η ευκολία

Κλίση επεξεργασία