facile
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
facile | faciles |
facile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
facile (eo)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
facile | facili |
facile (it) αρσενικό ή θηλυκό
Λατινικά (la) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
facile (la)