faceto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- faceto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faceto | facetoj |
αιτιατική | faceton | facetojn |
faceto (eo)
- η έδρα ενός γεωμετρικού στερεού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faceto | facetoj |
αιτιατική | faceton | facetojn |
faceto (eo)