Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φετιχιστής - φετιχίστρια

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φετιχιστικός