extol
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | extol |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extols |
αόριστος | extolled |
παθητική μετοχή | extolled |
ενεργητική μετοχή | extolling |
Ετυμολογία επεξεργασία
- extol < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
extol (en)
ενεστώτας | extol |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extols |
αόριστος | extolled |
παθητική μετοχή | extolled |
ενεργητική μετοχή | extolling |
extol (en)