extinguish
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | extinguish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extinguishes |
αόριστος | extinguished |
παθητική μετοχή | extinguished |
ενεργητική μετοχή | extinguishing |
Ρήμα επεξεργασία
extinguish (en)
- σβήνω (φωτιά)
- καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
- κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται