Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

extemporanément < extemporané + -ment

  Επίρρημα επεξεργασία

extemporanément (fr)

  • (για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αμέσως μετά την παρασκευή του