exténuation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exténuation | exténuations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
exténuation (fr) θηλυκό
- η εξουθένωση, η εξάντληση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη exténuer
ενικός | πληθυντικός |
exténuation | exténuations |
exténuation (fr) θηλυκό