expropriation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
expropriation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- expropriation < exproprier
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
expropriation | expropriations |
expropriation (fr) θηλυκό