Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός expensively
συγκριτικός more expensively
υπερθετικός most expensively

  Ετυμολογία επεξεργασία

expensively < expensive + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

expensively (en)

  • ακριβά
    He/she dresses expensively.
    Ντύνεται ακριβά.

  Πηγές επεξεργασία