exonération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- exonération < λατινική exoneratio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔ.ne.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exonération | exonérations |
exonération (fr) θηλυκό
- η απαλλαγή (από μια υποχρέωση, από ένα οικονομικό βάρος κλπ)
- (φυσιολογία) η αφόδευση