Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
exile exiles

exile (en)

  1. η εξορία, η εκτόπιση
    the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
  2. ο εξόριστος
    political exiles - πολιτικοί εξόριστοι

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας exile
γ΄ ενικό ενεστώτα exiles
αόριστος exiled
παθητική μετοχή exiled
ενεργητική μετοχή exiling

exile (en)

  Πηγές επεξεργασία