exile
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exile | exiles |
exile (en)
- η εξορία, η εκτόπιση
- ↪ the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
- ο εξόριστος
- ↪ political exiles - πολιτικοί εξόριστοι
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | exile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exiles |
αόριστος | exiled |
παθητική μετοχή | exiled |
ενεργητική μετοχή | exiling |
exile (en)