exchange
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- exchange < μέση αγγλική eschaunge < αγγλονορμανδική eschaunge < παλαιά γαλλική eschange < eschanger < δημώδης λατινική *excambiāre < *excambiō < *cambiō
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛksˈtʃeɪndʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exchange | exchanges |
exchange (en)
- ανταλλαγή
- αντάλλαγμα
- συνάλλαγμα
- συζήτηση
- τηλεφωνικό κέντρο
- η αλλαγή, μια αντικατάσταση
- ↪ The store does not accept exchanges of clothes that were bought on sale.
- Το μαγαζί δε δέχεται αλλαγές ρούχων που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις.
- ↪ The store does not accept exchanges of clothes that were bought on sale.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | exchange |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exchanges |
αόριστος | exchanged |
παθητική μετοχή | exchanged |
ενεργητική μετοχή | exchanging |
exchange (en)
- (μεταβατικό) ανταλλάσσω, δίνω κάτι σε κάποιον και ταυτόχρονα λαμβάνω το ίδιο είδος από αυτόν
- ↪ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
- Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
- ↪ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
- αλλάζω