euphémique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- euphémique < euphémisme
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
euphémique | euphémiques |
euphémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
euphémique | euphémiques |
euphémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό