ethnographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛt.nɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ethnographique | ethnographiques |
ethnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ethnographique | ethnographiques |
ethnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό