esperantiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- esperantiste < espéranto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
esperantiste | esperantistes |
esperantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
esperantiste | esperantistes |
esperantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό