esclavagiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- esclavagiste < esclavage
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
esclavagiste | esclavagistes |
esclavagiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
esclavagiste | esclavagistes |
esclavagiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό