ergonomiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ergonomiste | ergonomistes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ergonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που είναι εξειδικευμένος στην εργονομία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ergonomie