equip
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | equip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | equips |
αόριστος | equipped |
παθητική μετοχή | equipped |
ενεργητική μετοχή | equipping |
Ετυμολογία επεξεργασία
- equip < γαλλική équiper < παλαιά γαλλική esquiper
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
equip (en)