Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

envoy (en)

  1. η αποστολή, ομάδα απεσταλμένων (αντιπροσώπων, διπλωματών, αγγελιαφόρων κτλ.)
  2. ο απεσταλμένος (αντιπρόσωπος, διπλωμάτης, αγγελιαφόρος κτλ.)