Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

envisageable < envisager

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
envisageable envisageables

envisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί κανείς να οραματιστεί
  2. που μπορεί κανείς να προβλέψει