entomophage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entomophage | entomophages |
entomophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
entomophage | entomophages |
entomophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό