entity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entity | entities |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
entity (en)
- η οντότητα
- το πρόσωπο
- ↪ a legal entity is any person or organization that can enter into a contract...
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ a legal entity is any person or organization that can enter into a contract...
- η ύπαρξη
- (πληροφορική)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- entity στην αγγλική Βικιπαίδεια