entier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entier | entiers |
θηλυκό | entière | entières |
entier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entier | entiers |
θηλυκό | entière | entières |
entier (fr)