Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ensorcel (en)

  1. μαγεύω κάποιον
     συνώνυμα: bewitch, enchant
  2. δένω ή τυλίγω κάτι μ' ένα ριγμένο σκοινί

Συγγενικά επεξεργασία