enrôlement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- enrôlement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
enrôlement | enrôlements |
enrôlement (fr) αρσενικό
- η εγγραφή, η στρατολογία, η στρατολόγηση