engagement
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
engagement (en)
- η δέσμευση, η υποχρέωση, κάτι που έχω δεσμευτεί/υποσχεθεί να κάνω
- ο αρραβώνας
- η εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων, σύγκρουση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
engagement | engagements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
engagement (fr) αρσενικό
- η υπόσχεση, η αφιέρωση κάποιου σε κάτι, η δέσμευση
- (αθλητισμός) η εισαγωγή μιας μπάλας στο γήπεδο, η αρχή ενός παιχνιδιού
- (στρατιωτικός όρος) η στράτευση, η εμπλοκή