endoscope
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.dɔs.kɔp/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
endoscope | endoscopes |
endoscope (fr) αρσενικό
- το ενδοσκόπιο
ενικός | πληθυντικός |
endoscope | endoscopes |
endoscope (fr) αρσενικό