encyclopédique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.si.klɔ.pe.dik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
encyclopédique | encyclopédiques |
encyclopédique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
encyclopédique | encyclopédiques |
encyclopédique (fr) αρσενικό ή θηλυκό