Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

encombrement < encombrer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
encombrement encombrements

encombrement (fr) αρσενικό

  1. το γέμισμα, το φράξιμο
  2. ο σωρός, η συσσώρευση
  3. ο όγκος ενός αντικειμένου