Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

en route < από το Γαλλικό en(in) + route

  Επίρρημα επεξεργασία

en route (en)

  1. καθ' οδόν
  2. στην πορεία, κατά την διαδρομή