Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός empty
συγκριτικός emptier
υπερθετικός emptiest

empty (en)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

empty (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας empty
γ΄ ενικό ενεστώτα empties
αόριστος emptied
παθητική μετοχή emptied
ενεργητική μετοχή emptying

empty (en)

  1. (μεταβατικό) αδειάζω, αφαιρώ από κάτι όλο το περιεχόμενό του
    He emptied the glass/the drawer.
    Άδειασε το ποτήρι/το συρτάρι.
    They emptied out their pockets on the table.
    Άδειασαν τις τσέπες τους στο τραπέζι.
     συνώνυμα:  clear out
  2. (αμετάβατο) αδειάζω, γίνομαι άδειος
    The streets soon emptied out.
    Οι δρόμοι σε λίγο άδειασαν.
    Little by little the inhabitants leave the villages and the countryside empties.
    Σιγά σιγά φεύγουν οι κάτοικοι των χωριών και αδειάζει η ύπαιθρος.
     συνώνυμα:  clear out
  3. (μεταβατικό) αδειάζω, μεταφέρω το περιεχόμενο ενός σκεύους σε κάποιο άλλο ή κάπου αλλού
    I emptied the food onto the plates.
    Άδειασα το φαγητό στα πιάτα.
    I emptied the wine into the glasses.
    Άδειασα το κρασί στα ποτήρια.

  Πηγές επεξεργασία