Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

empathy (en)

  1. ενσυναίσθηση, συναισθηματική ταύτιση και βαθιά επικοινωνία με τον άλλον
  2. συμπόνια

Ψευδόφιλες λέξεις επεξεργασία