emotionally
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | emotionally |
συγκριτικός | more emotionally |
υπερθετικός | most emotionally |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
emotionally (en)
- συναισθηματικά
- ↪ He spoke emotionally charged.
- Μίλησε συναισθηματικά φορτισμένος.
- ↪ He spoke emotionally charged.