Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ember embers

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛmbə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɛm.bɚ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ember (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η χόβολη, το πυρωμένο κάρβουνο, όχι φλεγόμενο
    He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
    Ψήνει κάστανα/ζεσταίνει τα χέρια του στη χόβολη.

  Πηγές επεξεργασία



Ουγγρικά (hu) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ember (hu)