ember
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ember | embers |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ember (en) (συνήθως πληθυντικός)
- η χόβολη, το πυρωμένο κάρβουνο, όχι φλεγόμενο
- ↪ He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
- Ψήνει κάστανα/ζεσταίνει τα χέρια του στη χόβολη.
- ↪ He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
Πηγές επεξεργασία
Ουγγρικά (hu) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ember (hu)