embarquement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- embarquement < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
embarquement | embarquements |
embarquement (fr) αρσενικό
- η επιβίβαση, ο επιβιβασμός
- embarquement immédiat - άμεση επιβίβαση