Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

eloficiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα eloficiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας eloficiĝas eloficiĝanta eloficiĝata
αόριστος eloficiĝis eloficiĝinta eloficiĝita
μέλλοντας eloficiĝos eloficiĝonta eloficiĝota
υποθετική eloficiĝus - -
προστακτική eloficiĝu - -

eloficiĝi (eo)