Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

elliptical (en)

  1. ελλειπτικός, που έχει σχήμα παρόμοιo με έλλειψη, οβάλ
  2. ελλειπτικός, που χαρακτηρίζεται από ελλειπτικότητα (για λόγο, πρόταση κλπ)
  3. (μαθηματικά) (σπάνιο) → δείτε τη λέξη elliptic