elektron
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
elektron (af)
- το ηλεκτρόνιο
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
elektron (eo)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
elektron (nl)
- το ηλεκτρόνιο
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
elektron (pl) αρσενικό