Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

elakviĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα elakviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elakviĝas elakviĝanta elakviĝata
αόριστος elakviĝis elakviĝinta elakviĝita
μέλλοντας elakviĝos elakviĝonta elakviĝota
υποθετική elakviĝus - -
προστακτική elakviĝu - -

elakviĝi (eo)