ekzakteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ekzakteco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzakteco | ekzaktecoj |
αιτιατική | ekzaktecon | ekzaktecojn |
ekzakteco (eo)
- η ακρίβεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzakteco | ekzaktecoj |
αιτιατική | ekzaktecon | ekzaktecojn |
ekzakteco (eo)