ekstra
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekstra | ekstraj |
αιτιατική | ekstran | ekstrajn |
ekstra (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekstra | ekstraj |
αιτιατική | ekstran | ekstrajn |
ekstra (eo)