eksporto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksporto | eksportoj |
αιτιατική | eksporton | eksportojn |
eksporto (eo)
- η εξαγωγή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksporto | eksportoj |
αιτιατική | eksporton | eksportojn |
eksporto (eo)